σαρακιάζω

σαρακιάζω
Ν [σαράκι]
(αμτβ.)
1. (για ξύλο) τρώγομαι από σαράκι
2. μτφ. υποφέρω ψυχικά από μια αιτία που είναι άγνωστη στους άλλους, φθείρομαι, μαραζώνω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σαρακιασμένος, -η, -ο
σαρακοφαγωμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαράκιασμα — το Ν [σαρακιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού σαρακιάζω, η διάβρωση τού ξύλου από το σαράκι 2. μτφ. α) σωματική εξασθένηση από μια αρρώστια β) ψυχική εξασθένηση από κρυφό καημό …   Dictionary of Greek

  • τερηδονίζομαι — ΝΑ [τερηδών, όνος] 1. (για ξύλο) κατατρώγομαι από την τερηδόνα, σαρακιάζω 2. (για οστά και δόντια) υφίσταμαι φθορά από την τερηδόνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”